ως

ως
I
1. επίρρ. αναφορ. - τροπικό, καθώς, σαν, όπως: Έτσι έγινε και τώρα, ως συμβαίνει πάντα.
2. σύνδ. χρον., ενώ, εκεί που: Ως έτρωγαν κι ως έπιναν σε μαρμαρένια τάβλα.
II
πρόθ.: Απέχει ως δέκα χιλιόμετρα· φρ., «ως τον τελευταίο», μέχρι τον τελευταίο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”